Τρίτη 30 Αυγούστου 2011

ΤΑ ΣΚΥΛΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΒΕΡΝΑΡΔΟΥ - ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΓΥΡΩ Κ. ΜΩΡΟΥ


Tα σκυλιά του Αγίου Βερνάρδου

«(...) Το άσυλο του Αγίου Βερνάρδου ιδρύθηκε τον 11ο μ.Χ. αιώνα από τον γάλλο ευγενή Μπερνάρντ ντε Μεντόν (...) Ο Μπερνάρντ ντε Μεντόν έβαλε τέσσερεις κανόνες στους μοναχούς του μοναστηριού του: Να λατρεύουν τον Χριστό, να δίνουν τροφή στους πεινασμένους, να προσφέρουν άσυλο. Ολα αυτά τα εκτελούσαν οι μοναχοί. Για τον τέταρτο, όμως, κανόνα, χρειάστηκαν βοήθεια: έπρεπε να συνοδεύουν τους περαστικούς από τα επικίνδυνα περάσματα. Για το σκοπό αυτό, εκπαίδευσαν σκύλους, αυτοί που αργότερα έγιναν γνωστοί ως σκύλοι του Αγίου Βερνάρδου».

«(...) Επί αιώνες ολόκληρους οι μοναχοί και οι σκύλοι τους εκτελούσαν το χρέος τους. Πάνω από δυο χιλιάδες ονόματα ατόμων που σώθηκαν από το "λευκό θάνατο" μαρτυρούν το μέγεθος αυτής της αποστολής, που διαρκούσε -σε υψόμετρο 2.476 μέτρων- τους εφτά χειμερινούς μήνες, από το Νοέμβριο μέχρι το Μάιο. (...) Δηλαδή, έχετε ήρωες σκυλιά; (...) Μπάρι ήταν το όνομα του πιο διάσημου από όλα τα σκυλιά που εδραίωσαν τη φήμη του μοναστηριού του Αγίου Βερνάρδου. Ο σκύλος αυτός έγινε ένα είδος εθνικού ήρωα, έχοντας σώσει σαράντα ανθρώπους στην περιοχή των ελβετικών και ιταλικών Αλπεων (...)».

Ο πρώτος Μπάρι πέθανε το 1814. Ο απόγονός του, ένας άλλος Μπάρι, «προικισμένος με πολλές ικανότητες», «τρομερή διαίσθηση και επιμονή» είχε τώρα αναλάβει να συνεχίσει το έργο του. «(...) Οι βαριές σιδερένιες πόρτες του μοναστηριού είχαν κιόλας ανοίξει. Τα σκυλιά αφέθηκαν ελεύθερα. Σαν τρελά ξεχύθηκαν μπρος, χάθηκαν στην ομίχλη. Τα γαβγίσματά τους μπερδεύονταν με τα ουρλιαχτά του αγέρα. Ολη αυτή η εικόνα λες και ήταν ένα κομμάτι από την Αποκάλυψη. Οι καλόγεροι κρατούσαν με μεγάλο κόπο απ’ τις χοντρές αλυσίδες τα σκυλιά-βοηθούς γιατί υπήρχε ο φόβος κι αυτούς να τους καταπιεί το χιόνι. “Ετοιμος, Μπάρι;” ψιθύρισε στ' αυτί του σκύλου του ο αδελφός Πιέρ. Τον κοίταξε κατάματα ο σκύλος. “Ετοιμος”. - “Εμπρός, λοιπόν, ξεκινάμε”».

Διαβάστε το βιβλίο της Γαλάτειας Γρηγοριάδου- Σουρέλη! Πρόκειται για συναρπαστικό μυθιστόρημα, «στις σελίδες του οποίου παλεύουν οι άνθρωποι με τη χιονοθύελλα των Αλπεων, ο ελεύθερος κόσμος με τους ναζί και τα περίφημα σκυλιά του Αγίου Βερνάρδου αγρυπνούν κι έχουν τον τελευταίο λόγο...».

Γαλάτεια Γρηγοριάδου-Σουρέλη

«Tα σκυλιά του Αγίου Βερνάρδου», εκδόσεις Πατάκη,

σελ. 174, τιμή 7,65 ευρώ ­
ΑΡΓΥΡΩ Κ. ΜΩΡΟΥ

http://www.enet.gr/?i=animals-farm.el.home&id=305523

Τρίτη 23 Αυγούστου 2011

Η ΛΙΛΙΚΑ ΣΕ ΝΕΕΣ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ - ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΓΥΡΩ Κ. ΜΩΡΟΥ


Η Λιλίκα σε νέες περιπέτειες

«Πολλά παιδιά με ρωτούν και ξαναρωτούν: “Τι έγινε η Λιλίκα;”. “Ποια Λιλίκα;” “Μα αυτή που πρωτόδε το καράβι στη βιτρίνα και η ζωή της έγινε βιβλίο με τον τίτλο ‘Ενα καράβι στη βιτρίνα’”.

» “Είναι μεγάλη, χαρούμενη αλλά και λυπητερή ιστορία”. “Θέλουμε να την ακούσουμε”. “Δεν είναι τα πράγματα τόσο απλά. Είναι μια περίπλοκη ιστορία. Συνέβησαν τόσα πολλά στη Λιλίκα...”. “Θέλουμε να τα μάθουμε”. Αρχισα να τα εξιστορώ σε πέντε δέκα παιδιά. Τα άκουσαν με πολύ ενδιαφέρον. Κι ένα μικρό παιδί, το πιο μικρό απ’ όλα, μου είπε: “Γιατί δεν τα γράφεις, να τα διαβάσω, όταν θα μάθω να διαβάζω; Αλλιώς θα τα ξεχάσω. Το ‘Ενα καράβι στη βιτρίνα’ η γιαγιά μου μου το ξαναδιαβάζει πριν κοιμηθώ”».

Και χάρη σε αυτό το μικρό παιδί –όπως αναφέρει και ο συγγραφέας στον «σαν πρόλογό» του– η μικρόσωμη, πρώην αδέσποτη, Λιλίκα επιστρέφει σε νέες «τετράποδες και δίποδες» περιπέτειες.

Τώρα πια, «η Λιλίκα, η τετράποδη ηρωίδα του βιβλίου “Eνα καράβι στη βιτρίνα”, δεν φαίνεται να θυμάται την εγκατάλειψη και την περιπλάνησή της στους δρόμους της Θεσσαλονίκης».

«Εχει ένα σπίτι που τη στεγάζει και τη φροντίζει και πολλά μικρά παιδιά που χαίρονται να παίζουν μαζί της. Mα καθώς περνά ο καιρός, πολλά αλλάζουν στη ζωή της φίλης της Λητώς, που την είχε γλιτώσει από την εγκατάλειψη. Πράγμα που όχι μόνο έχει αντίκτυπο, αλλά επηρεάζει και τη ζωή της τετράποδης Λιλίκας. H αγάπη παραμένει, αλλά οι συνθήκες της ζωής αλλάζουν είτε προς το καλύτερο είτε προς το χειρότερο. H Λιλίκα βρίσκεται στη δίνη αυτών των αλλαγών».



Η Λιλίκα «(...) ταξιδεύει, γνωρίζει χαρές αλλά και αποχωρισμούς, ώσπου κάτι το αναπάντεχο κάνει την ιστορία να είναι συγκλονιστική, αλλά και αποκαλυπτική σε σχέση με γεγονότα και συναισθήματα».

Το «Ενα καράβι στη βιτρίνα», το «Kαι... μια βιτρίνα στο καράβι» είναι δυο ιστορίες πιασμένες χέρι χέρι· δυο ιστορίες που απευθύνονται σε μικρούς (παιδιά ηλικίας από 8 ετών και πάνω) αλλά και μεγαλύτερους αναγνώστες, αφιερωμένες στη Λιλίκα… ένα υπέροχο τετράποδο πλάσμα, που είχε τύχη, έφυγε από τους δρόμους, έδωσε και πήρε πολύ αγάπη.

I. Δ. Ιωαννίδης,

«Και… μια βιτρίνα στο καράβι»,

εκδόσεις Καστανιώτη,

σελ. 101, τιμή 8 ­ευρώ
ΑΡΓΥΡΩ Κ. ΜΩΡΟΥ

http://www.enet.gr/?i=animals-farm.el.home&id=303784

ΣΚΥΛΙΣΙΕΣ ΖΩΕΣ - ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΓΥΡΩ Κ. ΜΩΡΟΥ


Σκυλίσιες ζωές

«(...) Ξεκινήσαμε. Από φανάρι σε φανάρι, φτάσαμε με τα πόδια στην παραλία. Hταν όμορφα. Εγώ με τη θεία μου Αργυρή πήγαμε στην Παιδική Χαρά. (...) Ξαφνικά, κάτι μπερδεύτηκε στα πόδια μου. Σηκώνω το κεφάλι μου και τι να δω! Ενα σκυλάκι. Αρχισε να μου κάνει χαρές, να κυλιέται μπρος στα πόδια μου».

« “Μπαμπά, μαμά, θεία Αργυρή, θεία Ντία, κοιτάξτε ένα σκυλάκι!” Γύρισαν, χαμογέλασαν, μα πάλι ξανάπιασαν τη συζήτηση. Το σκυλάκι δεν έλεγε να φύγει από κοντά μου. Και δεν ήξερα ούτε το όνομά μου. “Μπαμπά, πώς το λένε;” φώναξα. Ετσι μικρή που ήμουν τότε, πίστευα ότι ο πατέρας μου ήξερε τα ονόματα των σκυλιών, των πουλιών και των πλοίων (...). Ο πατέρας μου έσκυψε προς το μέρος του, είδε που το σκυλάκι ήταν θηλυκό και χωρίς κανένα δισταγμό είπε: “Λιλίκα”».



Και κάπως έτσι ξεκίνησαν όλα! Πώς συνεχίστηκαν; Oπως συνήθως… Η τετράποδη πρωταγωνίστρια του βιβλίου του Ι.Δ. Ιωαννίδη τους ακολούθησε· «(...) Η μητέρα μου κοίταξε τη Λιλίκα που την κοίταζε στα μάτια κι άρχισε να λυγίζει. Η θεία Ντία, σαν να κατάλαβε το κρίσιμο της στιγμής, άρχισε να με καλοπιάνει. “Οχι, όχι, Λητώ, εσείς έχετε τον Λέων. Σας φτάνει. Τι θα τα κάνετε δυο σκυλία;”»

Βλέπετε η θεία της μικρής Λητώς, που φιλοξενούσε την ίδια και την οικογένειά της, φοβόταν τα σκυλιά και τα «μικρόβιά» τους και σε καμία περίπτωση δεν ήθελε να περάσει μια εφιαλτική νύχτα. Αλλά δεν τα κατάφερε. Στην εικόνα της άυπνης και καταρακωμένης θείας Ντίας, η μητέρα της Λητώς πήρε τη Λιλίκα και πήγε στην Εταιρεία Προστασίας Ζώων, αλλά και στο αστυνομικό τμήμα για να βρει τον άνθρωπο που την είχε χάσει. «(...)Αν χάναμε τον Λέων και τον έβρισκε κάποιος, δε θα ’θελες να μας τον δώσει;» είπε στη Λητώ που έκλαιγε απαρηγόρητη.

Τα χαμόγελα δεν άργησαν να επιστρέψουν στο πρόσωπο της μικρής, αφού ύστερα από κάμποση ώρα, η μητέρα της γύρισε στο σπίτι με τη Λιλίκα. Τι είχε συμβεί και τι θα επακολουθούσε; Δεν θα σας τα πούμε όλα! Απλώς διαβάστε το είτε είστε 8 χρόνων είτε μεγαλύτερο παιδί.

I. Δ. Ιωαννίδης,

«Ενα καράβι στη βιτρίνα»,

εκδόσεις Καστανιώτη,

σελ. 142, τιμή 8 ­ευρώ

ΑΡΓΥΡΩ Κ. ΜΩΡΟΥ

http://www.enet.gr/?i=animals-farm.el.home&id=303783

Δευτέρα 8 Αυγούστου 2011

Η ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΕΝΟΣ ΑΛΟΓΟΥ- ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΓΥΡΩ Κ. ΜΩΡΟΥ


Η αυτοβιογραφία ενός αλόγου

Εκδόθηκε το 1877 και από τότε αποτελεί μια από τις πιο αγαπημένες ιστορίες που γράφτηκαν ποτέ με κεντρικό ήρωα ένα ζώο. Η δραματική ιστορία της Μαύρης Καλλονής δεν συγκλόνισε μόνο όσους τη διάβασαν, αλλά αποτέλεσε την αφορμή για να δημιουργηθούν δεκάδες φιλοζωικές οργανώσεις (τότε) για τη βελτίωση της μεταχείρισης των αλόγων από τους ανθρώπους.

Και μπορεί η Αννα Σίγουελ –που έγραψε το βιβλίο αυτό επειδή αγαπούσε τα ζώα και κυρίως τα άλογα– να απεβίωσε μόλις πέντε μήνες μετά την έκδοσή του, έχοντας αποκομίσει μόνο 20 λίρες· ωστόσο η πρωταγωνίστρια του μυθιστορήματός της, η Μαύρη Καλλονή, ζει αναλλοίωτη στο χρόνο, συνεχίζοντας να συγκλονίζει και να συγκινεί τους όσους διαβάσουν την ιστορία της.

Η συγγραφέας που «πληγωνόταν βαθιά βλέποντας τους ανθρώπους να φέρονται βάναυσα στα άλογα», τόλμησε να εμφανίσει το βιβλίο της ως «αυτοβιογραφία ενός αλόγου» βάζοντας τη Μαύρη Καλλονή να διηγηθεί την ιστορία της στο πρώτο πρόσωπο και να περιγράψει τις «περιπέτειές, τις χαρές και τις λύπες που γνώρισε στη ζωή της».

Τι να πει κάποιος για τη Μαύρη Καλλονή; Αυτό το θαυμάσιο ζώο με το «γλυκό και ήρεμο χαρακτήρα» που ήταν «δυνατό», είχε «ζωντάνια και θάρρος», «εξαιρετικές ικανότητες» και «ξεχωριστό ένστικτο» τα λέει όλα από μόνο του.

«[...] Οσο ήμουν ακόμα μικρό, τρεφόμουν με το γάλα της μητέρας μου, γιατί δεν μπορούσα να βοσκήσω γρασίδι. Την ημέρα έτρεχα στο πλάι της και τη νύχτα ξάπλωνα κοντά της. Οταν έκανε πολλή ζέστη, στεκόμασταν δίπλα στη λιμνούλα, κάτω από τη σκιά των δέντρων, κι όταν είχε κρύο, χωνόμασταν στον όμορφο ζεστό στάβλο κοντά στο δασάκι με τα έλατα [...]».

«[...] Ο αφέντης μας ήταν γλυκός και καλοσυνάτος άνθρωπος. Μας καλοτάιζε, μας είχε όμορφο στάβλο να μένουμε και μας μίλαγε γλυκά· τόσο γλυκά όσο και στα μικρά παιδιά του. Τον αγαπούσαμε πολύ, και ιδιαίτερα η μητέρα μου. Μόλις τον έβλεπε στην καγκελόπορτα, χλιμίντριζε χαρούμενη και τριπόδιζε κοντά του. Εκείνος τότε τη χάιδευε και έλεγε: “Πώς τα πάμε, λοιπόν, Χαϊδεμένη μου; Τι κάνει ο μικρός Μαυρούλης σου;”».

Διαβάστε το! Είτε το έχετε, είτε δεν το έχετε ξαναδιαβάσει.

Aννα Σίγουελ, «Μαύρη Καλλονή»,

εκδόσεις Καστανιώτη, σελ. 267, τιμή 12,78 ­ευρώ

ΑΡΓΥΡΩ Κ. ΜΩΡΟΥ

http://www.enet.gr/?i=animals-farm.el.home&id=300245